- αἱμασιᾷ
- αἱμασιάwallfem dat sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αἱμασιά — αἱμασιά̱ , αἱμασιά wall fem nom/voc/acc dual αἱμασιά̱ , αἱμασιά wall fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αιμασιά — η (Α αἱμασιά) 1. τοίχος, φράχτης από πέτρες και χώμα, ξερολιθιά 2. γεν. τείχισμα, περίβολος, φράχτης, μάντρα αρχ. 1. τα τείχη πόλης ή κάστρου 2. το εσωτερικό περιμαντρωμένου χώρου. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Πιθ. να συνδέεται με το λατ.… … Dictionary of Greek
αἱμασιάν — αἱμασιά̱ν , αἱμασιά wall fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἱμασιάς — αἱμασιά̱ς , αἱμασιά wall fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἱμασιαῖς — αἱμασιά wall fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἱμασιαῖσι — αἱμασιά wall fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἱμασιαί — αἱμασιά wall fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἱμασιᾶς — αἱμασιά wall fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἱμασιῆς — αἱμασιά wall fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἱμασιῇ — αἱμασιά wall fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)